Παρασκευή 27 Μαρτίου 2020

ΑΓΓΕΛΟΣ (μέρος 1ο)

Η γιαγιά μου είχε άνοια. Την επισκεπτόμουν συχνά στο γηροκομείο που διέμενε- τουλάχιστον όσο συχνά μου επέτρεπαν οι υποχρεώσεις μου. Συνήθως έφευγα ακόμα πιο θλιμμένη- ήταν μόνιμα καθισμένη δίπλα στο παράθυρο και κοιτούσε τον κήπο. Μιλούσα μόνη μου, δεν απαντούσε, δεν ήξερα καν αν με άκουγε. Μόνο κρατούσε στα χέρια της ένα ξύλινο αγαλματάκι και μουρμουρούσε μια μελωδία, άγνωστη για εμένα, ρυθμικά και επαναλαμβανόμενα.
Εκτός από εκείνη τη μέρα. Αρχικά, με πήραν τηλέφωνο από την κλινική. «Κυρία Καραγιάννη, συγνώμη που σας ενοχλούμε, αλλά θα ήταν καλό να έρθετε σήμερα. Η γιαγιά σας είναι λίγο... αναστατωμένη.» Ενημέρωσα τον διευθυντή μου και μπήκα τρέχοντας στο αμάξι.
Η γιαγιά μου ήταν όρθια και δυο νοσοκόμες προσπαθούσαν να την ηρεμήσουν. Και μιλούσε! «Ήρθε η εγγόνα μου, αφήστε με, πρέπει να της τα πω όλα, είναι η μέρα σήμερα, πρέπει, για χάρη του.» Δεν ήξερα εάν έπρεπε να χαρώ ή να τρομάξω, είχα χρόνια να την δω έτσι. Καθησύχασα τις νοσηλεύτριες και έφυγαν.
-Γιαγιά μου, τι θες να κάνουμε;
-Αγγελική μου, παιδί μου εσύ. Πρέπει να στα πω, να μην ξεχαστούν, δεν του αξίζει. Πάμε στον κήπο χαρά μου, φέρε μου τη ρόμπα μου, θέλω να λιαστώ λίγο και να μυρίσω τη φύση που ανθίζει.
Κατεβήκαμε στον κήπο και διάλεξε ένα απόμερο παγκάκι.
-Έλα, κάθισε σιμά μου. Ο χρόνος κυλάει και φεύγει Αγγελική μου. Έρχεται η ώρα μου, θα πάω να συναντήσω τους δικούς μου αγαπημένους. Τον παππού σου, τον πατέρα σου, τη μάνα μου και αυτόν. Τον Άγγελο. Τον αδερφό μου και ας μην ήταν αίμα μου. Γιατί οι άνθρωποι πεθαίνουν μόνο όταν τους ξεχνάμε. Κι εγώ τόσα χρόνια τον κουβαλάω μέσα μου. Σαν σήμερα έφυγε, ήρθε η ώρα να μάθεις την ιστορία του, γιατί σε αυτόν χρωστάς και το όνομά σου. Βγάλε αυτό το μαραφέτι που χρησιμοποιείς στη δουλειά σου να μαγνητοφωνήσεις αυτά που θα σου πω. Να μάθει ο κόσμος για τι είναι ικανή η ανθρώπινη φύση και ψυχή.
«Γεννήθηκα το 1926 σε ένα χωριουδάκι έξω από την Κοζάνη. Ο πατέρας μου γύρισε απο τον Πρώτο Πόλεμο αλλά δεν άντεξε πολύ από τις κακουχίες και ‘πόμεινε η καψερή η μάνα μου με εμένα βυζανιάρικο να τα βγάλει πέρα...
Στο χωριό μας, υπήρχε μόνο μία οικογένεια που τα κατάφερνε καλύτερα απ’ούλους, με χωράφια με κρόκο, με ζωντανά, με ροδακινιές, με όλα τα καλά. Ο πατέρας στέκει ολοζώντανος στα μάτια μου, με το αυστηρό του βλέμμα που με τρόμαζε από παιδάκι ακόμα. Τη γυναίκα του την θυμάμαι αμυδρά, σα φάντασμα, δεν την έζησα πολύ. Και οι δύο, θεοσεβούμενοι πολύ. Την εκκλησία του χωριού, την Παναγιά, αυτός την έφτιαξε, με τους καλύτερους μάστορες από Κοζάνη, Βελβεντό και Σιάτιστα. Χρόνια προσπαθούσαν για παιδί και παιδί δεν ερχόταν, η εκκλησία ήταν το τάμα του. Ώσπου, η κυρά του έμεινε έγκυος. Και ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα να χαμογελάει, όταν την συνόδευε στην Κυριακάτικη ακολουθία που μαζευόταν όλο το χωριό.
Ώσπου, ξημέρωσε η μαύρη μέρα. Οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα, βγήκαμε όλοι στη μικρή πλατεία του χωριού. Τα νέα διαδόθηκαν από στόμα σε στόμα, η κυρά δεν τα κατάφερε, ούτε το παιδί.
Από τότε, δεν ξεμύτιζε από το σπίτι, παρά ελάχιστα, για να προμηθευτεί τα απαραίτητα. Μήτε μουσαφιραίους ξαναδέχθηκε, ούτε καν τους εργάτες του, τους συναντούσε να τους πληρώσει και ως εκεί. Κλείστηκε στο σπίτι του, δεν ξανάβγαλε τα μαύρα και δεν του ‘παιρνες ούτε κουβέντα.
Τα χρόνια πέρασαν, οι καιροί δυσκόλευαν. Ώσπου μια νύχτα με ολόγιομο φεγγάρι, τον είδα. Ήταν χλωμός και αδύνατος, με τα μαλλιά ξυρισμένα. Θαρρούσες ότι μπορούσες να δεις τις φλέβες μια-μια στο κοκκαλιάρικο χέρι του. Σκεβρωμένος και φοβισμένος, έκρυβε το πρόσωπο του, μες στο σκοτάδι λαχτάρησα για τα καλά. Τα κλάματά του με έβγαλαν από το σπίτι και τώρα έμπηξα τις φωνές στη μάνα μου, να έρθει για βοήθεια. Η μάνα ήρθε γρήγορα, αλαφιασμένη και αυτή. Σου έχω μιλήσει για τη μάνα μου Αγγελικούλα μου; Αγιασμένη ψυχή, αγνή και καθαρή, δεν έχω ματασυναντήσει άνθρωπο σαν και δαυτηνα. Αχ, έρχονται όλες οι θύμησες, αλλά εγώ έχω το χρέος μου, πρέπει να μάθεις για αυτόν.
Τον αγκάλιασε, λοιπόν, η μάνα- πού τηνε βρήκε τόση δύναμη, να μη φοβάται μπρε καθόλου;- και τον πήρε σιγά-σιγά προς τα μέσα. Τον κάθισε μπροστά στην αναμμένη σόμπα και έφερε μία κουβέρτα να τον σκεπάσει, ήταν σχεδόν γυμνός. Τότε, στο μισοσκόταδο είδα το πρόσωπό του. Το στόμα του ήταν κομμένο στα δύο, σαν να τονε χάραξες με κοφτερό μαχαίρι, θέαμα σοκαριστικό και τρομακτικό για εμένα. Η μάνα μου, σα να το ψυλλιάστηκε, μου τράβηξε την κοτσίδα και έβαλε τον δείκτη της πάνω στο στόμα μου να σωπάσω. Του δωκε λίγο νερό και ζεστό ζμι να τον συνεφέρει και του έστρωσε να κοιμηθεί- μη φανταστείς ότι το σπίτι μας ήταν και τίποτα το ιδιαίτερο, δυο δωμάτια όλα κι όλα, η κουζίνα και το δωμάτιο με τη σόμπα, καθιστικό και υπνοδώματιο μαζί. Όλα αυτά χωρίς κουβέντα. Σε λίγο, αποκαμωμένο, τον πήρε ο ύπνος. Εγώ ‘πόμεινα ξύπνια να τον κοιτάζω, η σούρδα η μάνα μου τον έμπασε στο σπίτι και δεν ξέρουμε τίποτα για του λόγου του, κι αν μας έσφαζε στον ύπνο μας;
Το πρωί, του προσφέραμε ό,τι είχαμε για πρωινό, να δυναμώσει. Στο φως της μέρας έμοιαζε λιγότερο τρομαχτικός, τα μεγάλα μαύρα μάτια του ήταν θλιμμένα και το δέρμα του έμοιαζε διάφανο. Αφού έφαγε και καρδάμωσε, μας κοίταξε στα μάτια και μίλησε πρώτη φορά.
«Ήταν θέλημα Θεού.»
Κοιταχτήκαμε απορημένες μεταξύ μας. Η μάνα μου, του χάιδεψε στοργικά το μάγουλο.
-Ποιο, γιε μου;
-Ο πατέρας. Έπεσε από τις σκάλες. Ήταν θέλημα Θεού. Πάει να βρει τη μητέρα τώρα.

(Σημείωση: Καράγιαννη ειναι το πατρώνυμο της γιαγιάς μου. Όλη η ιστορία ειναι προϊόν μυθοπλασίας.)

1 σχόλιο: