Τρίτη 14 Απριλίου 2020

(Μια ιστορία από τα παλιά, ετσι, γιατι πάλι ξύπνησα με ενα κελάηδημα, πάλι πριν το ξημέρωμα. Πρέπει να μάθω ποιος φτερωτός φίλος μου κρατάει συντροφιά. Αλήθεια, εσείς πώς κοιμάστε πια;)

Ο παππούς μου από τη Λαμία, ο πατέρας της μητέρας μου δηλαδή, μετα τον θάνατο της γιαγιάς μου έγινε μοναχός.
Δεν ξέρω πόσοι το γνωρίζετε αυτο.
Δεν άντεχε χωρίς τα μάτια του κοριτσιού του και αφού βοήθησε στην ανατροφή των εγγονιών του, πήγε σε ενα μοναστήρι σε ενα βουνό έξω από τη Λαμία, να ηρεμήσει η ψυχή και η μοναξιά του. Θυμάμαι μόνο σαν σημάδι τις Θερμοπυλες που στριβαμε από την Εθνική και τον κακοτράχαλο δρόμο που έπρεπε να ανέβουμε στο τέλος για να φθάσουμε τελικά στο μοναστήρι. (Τώρα πια, έχουν για μένα όλα αυτά άλλη σημειολογία. Ο παππούς μου φύλαγε τις δικές του Θερμοπυλες. Ο δρόμος ο σκληρός, ο αδιάβατος τους προφυλασσε από τον έξω κόσμο.)
Μαζί με τον παππού μου ηταν άλλοι δυο γέροντες και μια γερόντισσα - νομίζω αδέρφια οι τρεις τους, έχω ξεχάσει πια τις λεπτομέρειες.
Αυτόνομοι και πλήρως ανεξάρτητοι, με τα δικά τους ζώα  και τις καλλιέργειες τους- κότες, η αγελάδα η Βαλεντίνα για το γάλα και το τυρί τους (κρέας δεν έτρωγαν, στην Ανάσταση έψηναν ψάρι), άπειρες γάτες και σκυλιά, όλα να συμβιώνουν αγαπημένα και αρμονικά μεταξύ τους. Δε θύμιζε τυπικό μοναστήρι. Θα έλεγα περισσότερο οτι μου θύμιζε κοινόβιο από αυτά που βρίσκω στα βιβλία, οι ορεσίβιοι μοναχοί με τα μούσια μου θύμιζαν ανέκαθεν τον συμπατριώτη τους Βελουχιώτη- η δικη τους αντίσταση και επανάσταση στην ύλη ειχε έναν ηρωισμό που μικρή δε μπορούσα να αντιληφθώ, ούτε να κατανοήσω. (Ρεύμα έπαιρναν από μια τρισάθλια γεννήτρια, πολλές φορές ο δυνατός αέρας έκοβε το τηλέφωνο. Μπαταρίες για το ραδιοφωνάκι, κρασάκι και καφές ελληνικός ηταν οι προμήθειες που μας ζητούσαν πάντα- και μόνο.)
Τα ράσα τους φθαρμένα και μπαλωμένα, από τις δουλειές και τις κακουχίες. Καταμερισμός εργασίας, συνεργασία και αλληλοσεβασμός ηταν το κλειδί της ηρεμίας της μικρής αυτής κοινωνίας, εκεί, κυριολεκτικά στην άκρη του Θεού.
Δεν υπήρχε φορά που να μην τους συναντήσουμε χαμογελαστούς και γαλήνιους. Ακόμα και τα ζωντανά ηταν αλλιώς. Ένας σκύλος κοιμόταν στην πλάτη της αγελάδας, πιο κει μια Ζουμπουρλή γάτα ειχε αράξει πάνω σε ενα χνουδωτό τσοπανόσκυλο, κουτάβια και γατάκια κυνηγούσαν τις κότες πιο πέρα. Θυμάμαι το κλασικό κέρασμα- ψωμί ζυμωτό με τυρί, όλα δικά τους και για γλυκό κάποιο κουλουράκι που πριν λίγο ειχε ξεφουρνίσει η γερόντισσα γιατι μας περίμενε. Θυμάμαι οτι ποτέ δεν ακούσαμε επικριτικό λόγο ή ψευτοδιδακτισμο- μας υποδέχονταν με ιστορίες, με παραβολές, μας αγκάλιαζαν οχι μόνο με τα χέρια αλλά και με τα λόγια τους.
Κάποια στιγμή ο παππούς κατέπεσε λογω ήπιου εγκεφαλικού και ηλικίας, όποτε τον πήραμε πάλι πίσω μαζί μας στο σπίτι.
Νομίζω οτι από τότε που άφησε το καταφύγιο του μαραζωσε-  ποτέ δεν ακούσαμε παράπονο από το στόμα του κι όμως το βλέμμα του έγινε πιο μελαγχολικό, αποζητούσε τους φίλους του, τους συναγωνιστές του.
Ο παππούς μου ποτέ δε μας μάλωσε, ποτέ δεν επέβαλλε την πίστη του- μόνο του παράπονο ηταν το άτιμο το τσιγάρο, τι κρίμα που δεν πρόφτασε την εγκυμοσύνη μου να χαρεί οχι μόνο με το δισέγγονο αλλά και που το έκοψα διαπαντός!
Στα δύσκολα, έκλεινε τα μάτια του και μουρμούριζε ψιθυριστά, με το κομποσκοίνι του στο χέρι να μετράει προσευχές.
Ήταν ο ίδιος παππούς που μικρή μου αγόραζε κρυφά smarties που λάτρευα και τα κρύβαμε μαζί στην δικη μας μυστική κρυψώνα να μην τα ξετρυπώσει η μαμά μου.
Τέτοιες μέρες που περνάμε όλοι μας μια πρωτόγνωρη δοκιμασία τον θυμήθηκα ξανά, πιο έντονα.
Είχα χρόνια να νηστέψω.
Εχω χρόνια να πάω εκκλησία, να μεταλαβω.
Φέτος αυθόρμητα, ξεκίνησα μόνη μου νηστεία. Έχω ξεχάσει τις προσευχές που έλεγα μικρή. Κι όμως, αυτο τον καιρό έχω συχνά ανάγκη να κλείσω τα μάτια και να ζητήσω δύναμη και βοήθεια για όλο τον κόσμο.
Ο Θεός του παππού μου, ο θεός της αγάπης, της κατανόησης και της συγχώρεσης (και της ουσιαστικής αλληλεγγύης) ποτέ δεν ειχε ανάγκη μεγαλοπνοες φανφάρες και χρυσούς σταυρούς. Ήταν εκεί, σε χερια τραχιά, σε πρόσωπα σμιλεμένα από την δουλειά στον ήλιο και στ αγιάζι, σε σφιχτές αγκαλιές, σε λόγια που μοσχομυριζαν νοιάξιμο και ενδιαφέρον ειλικρινές. Ήταν εκεί στο μοίρασμα, σου έδινε το χέρι να σηκωθείς, να πάρεις δύναμη ν αρχίσεις ξανά.
Φέτος περιμένω κι εγώ την Ανάσταση με αγωνία. Δεν ξέρω αν θα βγω στο μπαλκόνι βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου. Θα ήθελα να ακούσω τη Ζωή εν Ταφω, να συνοδέψω τον Επιτάφιο, να μυρίσω τις πασχαλιές στις γειτονιές. Το φετινό Πάσχα συμβολίζει για ολους μας πολλά περισσότερα απ όσα θα μπορούσαμε κάποτε να διανοηθούμε.
Όπου και να πιστεύουμε, αρκεί να συνειδητοποιήσουμε οτι η μόνη αλήθεια ειναι η αγάπη.
Να σταθεί ο ένας δίπλα στον άλλο.
Να δώσουμε τα χερια για να σταθούμε όρθιοι ξανά.
Να κάνουμε το δικό μας Πέρασμα, να αναστήσουμε ελπίδες και ψυχές.

Παππού Σπύρο (ακόμα και σα μοναχό, παππού Ιγνάτιο τον αποκαλούσα), δεν ξέρω τι σκέφτεσαι με όλα όσα συμβαίνουν.
Θέλω να σου πω οτι τωρα πια κατάλαβα πολλά.
Και σ ευχαριστώ.

Καλό Πάσχα σε όλες και ολους σας.
Να είστε γεροί, να αγκαλιάσετε σφιχτά τους αγαπημένους σας- η σκέψη μου ειναι σε όσους βιώνουν μόνοι σε κάποιο σπίτι αυτή την πανδημία... (νομίζω φοβάμαι τη μοναξιά περισσότερο και από τον ίδιο τον θάνατο)
Του χρόνου να γιορτάσουμε όλοι έξω ξανά την ζωή όπως της πρέπει.
(Δε θα μου λείψουν καθόλου τα βάρβαρα βαρελοτα και οι κροτίδες, το ομολογώ)
Καλη ανάσταση άνθρωποι, να μετρηθουμε όταν όλα τελειώσουν και να μη λείπει κανένας.
Και τότε, μαζί, να κάνουμε τον ήλιο να γυρίσει ξανά (κι ας θέλει δουλειά πολλή)...

2 σχόλια:

  1. Τέλειο ..... καλο Πασχα γλυκιά μου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Υπέροχο Ελεάννα... "ο θεός της αγάπης, της κατανόησης και της συγχώρεσης (και της ουσιαστικής αλληλεγγύης) ποτέ δεν ειχε ανάγκη μεγαλοπνοες φανφάρες και χρυσούς σταυρούς". Πόσο σωστό! Καλό Πάσχα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή